- πριμαντόνα
- η(λ. ιταλ.), πρώτη κυρία, υψίφωνος μελοδραματικού θεάτρου, αλλ. πρωταγωνίστρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πριμαντόνα — η, Ν 1. ιεραρχικός τίτλος που δινόταν κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα στην τραγουδίστρια που ερμήνευε τους πρώτους ρόλους σε ένα μουσικό θέατρο οποιοδήποτε κι αν ήταν το φωνητικό της είδος 2. (σήμ.) χαρακτηρισμός που αποδίδεται συνήθως στις… … Dictionary of Greek
πρίμος — α, ο / πρῑμος, α, ον, ΝΜΑ, και πρύμος, α, ο, Ν, πρεῑμος, η, ον, Α νεοελλ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος 2. το θηλ. ως ουσ. η πρίμα α) η πρίμαντόνα β) συνεκδ. καμπάνα με υψηλό τόνο 3. το ουδ. ως ουσ. το πρίμο η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη φωνή, σε… … Dictionary of Greek